- σωλέα
- ή, και σωλέας, ὁ, Μβλ. σολέα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σολέα — (solea). Γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των Σολεϊδών. Ζουν στους αμμώδεις βυθούς των ρηχών θαλασσών. Το χαρακτηριστικότερο τους γνώρισμα είναι ότι ακουμπούν στον πυθμένα με το αριστερό τους πλευρό. Είναι ψάρια μικρού ή μέτριου μεγέθους,… … Dictionary of Greek
σολέας — Ο χώρος ανάμεσα στο εικονοστάσιο ενός ναού και του άμβωνα, που συνήθως χωρίζεται με κιγκλίδωμα. Στους βυζαντινούς χρόνους ήταν κάπως ψηλότερος από το δάπεδο του όλου ναού και αποτελούσε προέκταση του ιερού. Στους χρόνους εκείνους λεγόταν και… … Dictionary of Greek